ΝΕΑ/ΕΙΔΗΣΕΙΣ/ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ;
Προβλήματα και προοπτικές από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την εθνική ελαϊκή πολιτική.

Αρέσει σε όλους μας να αποκαλούμε το ελαιόλαδο σαν το «εθνικό μας προϊόν», να υπερηφανευόμαστε για το ένδοξο παρελθόν και να εφησυχάζουμε επειδή διαθέτουμε το δώρο της εξαιρετικής ποιότητας. Όμως η σημερινή πραγματικότητα είναι σκληρή και αμείλικτη. Το ελληνικό μερίδιο στην αγορά των ΗΠΑ είναι 2,8%, στην αγορά της Αυστραλίας 6,9%, στην αγορά της Ιαπωνίας 1,3%. Το μερίδιο του επώνυμου τυποποιημένου στην εγχώρια κατανάλωση είναι 10-15%. Ταυτόχρονα, οι εγχώριοι καταναλωτές πληρώνουν και καταναλώνουν γύρω στους 70 χιλιάδες τόνους σπορέλαιου πιστεύοντας ότι είναι ελαιόλαδο. Και το μέλλον προβάλλει ακόμη πιο απειλητικό. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για αύριο ακόμη και το σημερινό επίπεδο τιμών. Τα σύνορα πέφτουν, ο ανταγωνισμός οξύνεται. Ήδη όλες οι ανταγωνιστικές χώρες βελτιώνουν την ποιότητα του προϊόντος τους και τη θέση τους στις αγορές. Οι εξαγωγές της Τουρκίας στις ΗΠΑ είναι υπερδιπλάσιες των ελληνικών, ενώ στην Ιαπωνία μας απειλεί ακόμη και η Μ. Βρετανία!

Τα αίτια είναι πολλά. Ξεκινούν από την πρωτογενή παραγωγή, με την απουσία γεωπόνων εφαρμογών, με τον πολύ μικρό αριθμό επαγγελματιών ελαιοκαλλιεργητών, ιδίως νέων, οι οποίοι να έχουν τη γνώση και τη δυνατότητα να εφαρμόσουν βελτιωμένες και αποδοτικές καλλιεργητικές τεχνικές, υπό την απειλή πάντοτε βραδυφλεγών βομβών όπως η λειψυδρία, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος από την υπερβολική χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, και η επικίνδυνη εξάρτηση από τους οικονομικούς μετανάστες.

Τα προβλήματα προχωρούν με τα ελαιοτριβεία, τα οποία, παρά τον κρίσιμο ρόλο τους στην ποιότητα και εμπορία του προϊόντος, έχουν περιθωριοποιηθεί τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Πολιτεία όσο και από τους ίδιους τους ελαιοτριβείς σε ρόλους εισπράκτορα φόρων και έμμεσων διαχειριστών της επιδότησης των παραγωγών, ενώ τα μόνα ζητήματα τα οποία απασχολούν την κοινή γνώμη είναι οι ατασθαλίες της επιδότησης και τα απόβλητα.

Τα προβλήματα αναδεικνύονται όμως σε όλο το μέγεθος και τη σοβαρότητά τους στο χώρο της εμπορίας. Στην Ελλάδα, πλην δύο μεγάλων εταιρειών, που δεν έχουν όμως ιδιαίτερο εξαγωγικό προσανατολισμό, οι υπόλοιπες δεν έχουν το απαραίτητο κρίσιμο μέγεθος για να διεισδύσουν και σταθούν στις διεθνείς αγορές. Οι συνεργασίες, κοινοπραξίες, εμπορικά δίκτυα (clusters) είναι έννοιες σχεδόν άγνωστες. Οι συνεταιριστικές οργανώσεις, από μοχλοί ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας κατέληξαν, σαν φαντάσματα ενός ένδοξου παρελθόντος, υπερχρεωμένες, με συρρικνούμενα μερίδια αγοράς και αξιοπιστίας στους αγρότες. Από τις ιδιωτικές εταιρείες, που εισέπραξαν τη μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων εξαγωγής και κατανάλωσης, οι περισσότερες σήμερα δεν λειτουργούν, ενώ αρκετές βρίσκονται υπόλογες στη δικαιοσύνη για σκάνδαλα.

Φυσική συνέπεια όλων αυτών είναι το ελληνικό ελαιόλαδο, παρά την υψηλή του ποιότητα να παραμένει ένας τεράστιος αναξιοποίητος εθνικός πλούτος.

Το μεγάλο λοιπόν ερώτημα είναι: Γιατί ενώ διαθέτουμε σε αφθονία ένα εξαιρετικό προϊόν, δεν μπορούμε να το τοποθετήσουμε στις διεθνείς αγορές, τη στιγμή που αυτές είναι ανοικτές και τίποτα δεν εμποδίζει την πρόσβασή μας; Τί φταίει που οι εξαγωγικές μας επιδόσεις για το επώνυμο τυποποιημένο ελαιόλαδο κυμαίνονται σε τραγικά μονοψήφια ποσοστά; Κι ακόμη, τί φταίει που ακόμα και στη δική μας εσωτερική αγορά η μεγαλύτερη ποσότητα διακινείται χύμα, ανώνυμη, ανεξέλεγκτη και συχνά νοθευμένη, σε βάρος τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών;

Μια αιτία, θα πρέπει ιστορικά να αναζητηθεί στην «ενίσχυση στην κατανάλωση», η οποία έπαιξε τελικά ένα αρνητικό ρόλο γιατί μέσω αυτής οι σοβαρές επιχειρήσεις δέχονταν επί χρόνια ένα αθέμιτο ανταγωνισμό από κάθε λογής «αεριτζήδες», που εισέπρατταν τις 140 δρχ./ κιλό και φούσκωσαν τις υποτίθεται τυποποιούμενες ποσότητες στους 170 χιλ. τόνους.

Η δεύτερη αιτία αποτελεί το σχετικά εύκολο κέρδος από την εμπορία του χύμα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και αποθαρρυντικό για κάποιον που σκοπεύει να επενδύσει στο επώνυμο τυποποιημένο και να αναλάβει μακροχρόνιους κινδύνους, να έχει να αντιμετωπίσει συνεχή σκαμπανεβάσματα των τιμών της πρώτης ύλης και να πρέπει να ανταγωνιστεί όσους εμπορεύονται χύμα σαν απλοί αντιπρόσωποι των ιταλικών οίκων, χωρίς καμία επένδυση και συχνά χωρίς κανένα ρίσκο.

Η τρίτη αιτία είναι ο λαϊκισμός, που αφήνει τον ελαιοπαραγωγό να διακινεί μόνος του το προϊόν του, με αποτέλεσμα - λόγω της χαμηλής διαπραγματευτικής του ικανότητας - οι ελληνικές τιμές να είναι 10-20% χαμηλότερες των ιταλικών και ισπανικών. Ενώ την ίδια στιγμή μαζί με τις κάποιες μετρημένες ποσότητες, με τις οποίες πράγματι ένας παραγωγός θα εφοδιάσει φίλους και συγγενείς στις πόλεις, αφήνεται ανεξέλεγκτος ο 16κιλος ανώνυμος τενεκές. Το αποτέλεσμα είναι να γεμίζουν κάθε χρόνο τα χωριά της Μακεδονίας και οι γειτονιές της Αθήνας από παραγωγούς-"μαϊμού", που όλοι πλασάρουν "λάδι από το χωριό τους". Αν όμως τύχει να τους ελέγξει κάποιος τότε αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για σπορέλαιο με λίγο λαδάκι και η "είδηση" εμφανίζεται την άλλη μέρα στα ψιλά των εφημερίδων.

Η τέταρτη και η πιο σημαντική αιτία, είναι η διάρθρωση των ελληνικών επιχειρήσεων, το μικρό τους μέγεθος και η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή συνεταιριστικών, είναι ο καθοριστικός παράγων που δεν τους επιτρέπει να διεισδύσουν στις αγορές και να παραμείνουν σε αυτές αυξάνοντας τα μερίδιά τους. Δεν τους επιτρέπει επίσης να διαπραγματευθούν επί ίσοις όροις ούτε με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ της ελληνικής αγοράς.

Δυστυχώς η πολιτική της Ε.Ε. αλλά και του Υπουργείου Γεωργίας συνέτεινε στην ίδρυση μικρών μονάδων, οι οποίες εξαντλούσαν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους στα υλικά στοιχεία της αρχικής επένδυσης, κτίρια και μηχανήματα. Έτσι όμως σπαταλήθηκαν και δεσμεύτηκαν κρίσιμα και χρήσιμα κεφάλαια σε παραγωγικές υποδομές που σήμερα μένουν αναξιοποίητες και, σε ακραίες περιπτώσεις, κυριολεκτικά σκουριάζουν τελείως απαξιωμένες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα συχνά την υπερχρέωση, τον άνευ όρων ενδοελληνικό ανταγωνισμό, κυρίως όμως καταδίκασε τις επιχειρήσεις σε πλήρη αδυναμία σε τρία κρίσιμα μέτωπα:

α) έλλειψη ρευστών διαθεσίμων για την αγορά της πρώτης ύλης,

β) ανεπαρκείς πόροι, που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε στοιχειωδώς τις τεράστιες δαπάνες που απαιτούνται για την προβολή, διαφήμιση και προώθηση των προϊόντων

γ) αδυναμία ή και αποφυγή να προσλάβουν το απαραίτητο επιστημονικό προσωπικό (τεχνικούς παραγωγής, χημικούς, οικονομολόγους, ειδικούς marketing) και να ξεχωρίσουν τους ρόλους της διοίκησης από τη διεύθυνση της επιχείρησης. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι οι ελλείψεις αυτές ούτε καν συνειδητοποιούνται.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι ο τομέας του ελαιολάδου χρειάζεται πάνω από όλα μια ραχοκοκαλιά από 10-15 επιχειρήσεις, ιδιωτικές και συνεταιριστικές, μεσαίου μεγέθους με τα διεθνή δεδομένα, που να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στον ολοένα και σκληρότερο διεθνή ανταγωνισμό.

Τα παραπάνω σηματοδοτούν αυτό που με μία φράση μπορούμε να περιγράψουμε σαν απουσία μιας ολοκληρωμένης εθνικής ελαϊκής πολιτικής. Κλασικά και συγκεκριμένα παραδείγματα της ανεπάρκειας της Πολιτείας αποτελούν:

1. Ο "εμφύλιος" πόλεμος που ξέσπασε, γύρω από την κατανομή της επιδότησης, αποτέλεσμα της ανικανότητας να διαχειριστούμε το εθνικό πλαφόν των 419 χιλ. τόνων, για το έτος 2000.

2. Οι διακυμάνσεις τιμών τις οποίες παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια. Και ναι μεν έχουμε ελεύθερη αγορά αλλά πρέπει να διαθέτουμε και μηχανισμούς ομαλοποίησης.

3. Η απονομή του τίτλου των ΠΟΠ/ΠΓΕ σε ένα πλήθος περιοχών χωρίς ενημέρωση των ενδιαφερομένων και χωρίς στρατηγική γιατί δεν έχει συνειδητοποιηθεί ότι τα ΠΟΠ/ΠΓΕ αποτελούν ένα χρησιμότατο εργαλείο για το marketing του προϊόντος. Αποτέλεσμα η ουσιαστική αχρήστευσή του.

4. Η ανυπαρξία μηχανισμών αποτελεσματικού ελέγχου της νοθείας και επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και διεθνώς.

Αν αναρωτηθεί κάποιος πώς καταφέρνει και επιβιώνει η ελληνική ελαιοκομία και μάλιστα αναπτύσσεται - εκατομμύρια νέα δένδρα φυτεύθηκαν τα τελευταία χρόνια - οι απαντήσεις θα πρέπει να αναζητηθούν:

· Στα τεράστια ποσά, άνω των 3 (τριών) τρισεκατομμυρίων δραχμών που εισέρευσαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία 19 χρόνια, συν φυσικά τις μεταβιβάσεις από τις συνεχείς ρυθμίσεις χρεών που επιβαρύνουν τον εθνικό προϋπολογισμό.

· Και στις μεμονωμένες προσπάθειες ορισμένων ανθρώπων, που προσπαθούν να προσφέρουν στο προϊόν εργαζόμενοι σωστά και αποδοτικά, ο καθένας στον δικό του τομέα.

Όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως όλοι γνωρίζουμε το 2001 θα είναι μια πολύ κρίσιμη χρονιά γιατί θα αναθεωρηθεί ριζικά όλο το καθεστώς της ενίσχυσης στην παραγωγή (επιδότησης). Γι αυτό και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει στόχο αυτή τη μεταβατική τριετία να καταγράψει το ελαιοκομικό δυναμικό (εκτάσεις, δένδρα, αποδόσεις, καρπό, ελαιόλαδο) όλων των χωρών μελών. Οι πληροφορίες που έρχονται θα έπρεπε να μας έχουν βάλει σε μεγάλη ανησυχία και να έχει σημάνει συναγερμός. Οι άλλες χώρες με οργανωμένο τρόπο, από τώρα, προσπαθούν να επισημοποιήσουν στοιχεία, που θα τους επιτρέψουν το 2001 να διεκδικήσουν αύξηση του μεριδίου τους, προφανώς σε βάρος των υπολοίπων καθώς η πίττα που θα μοιραστεί θα είναι δεδομένη. Δυστυχώς εμείς στην Ελλάδα δεν το έχουμε καταλάβει και τρωγόμαστε μεταξύ μας. Η έλλειψη π.χ. ελαιοκομικού μητρώου όχι μόνο επισύρει κάθε χρόνο πρόστιμα αρκετών δισεκατομμυρίων, όχι μόνο στερεί τη χώρα από αξιοπιστία και διαπραγματευτική ισχύ, αλλά μας αποδυναμώνει εν όψει των αποφάσεων του 2001. Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι αποφάσεις ουδείς γνωρίζει. Όμως θα διακινδύνευα την πρόβλεψη ότι η επιδότηση θα φύγει από το ελαιοτριβείο (και τις ποσότητες που αυτό βεβαιώνει). Οπότε δύο λύσεις εμφανίζονται:

· Είτε η ανά δένδρο επιδότηση,

· Είτε η επιδότηση των ποσοτήτων που αποδεδειγμένα πωλούνται και εισέρχονται στις αγορές (συν κάποια μικρή κατ' αποκοπή αυτοκατανάλωση).

Θα ήθελα να τελειώσω με κάποιες επισημάνσεις που επιτρέπουν την αισιοδοξία για μια καλύτερη προοπτική του ελαιολάδου. Το κενό της έλλειψης μιας εθνικής ελαϊκής πολιτικής ίσως καλυφθεί από τη δημιουργία της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου. Ο σχετικός νόμος μετά από εξαγγελίες και υποσχέσεις πολλών ετών, επιτέλους ψηφίστηκε. Δεν μένει παρά οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, όλοι οι φορείς που εκπροσωπούν διάφορες δραστηριότητες (καλλιέργεια, ελαιοτριβεία, εμπορία, τυποποίηση, εξαγωγές), να συναποφασίσουν και να προχωρήσουν. Ήδη οι πρώτες μεταξύ τους συζητήσεις έχουν αρχίσει και θα πρέπει όλοι να ευχηθούμε και να επιδιώξουμε να ευοδωθούν γρήγορα. Γιατί τότε οι Διεπαγγελματικές θα αποτελέσουν το όργανο χάραξης της ελαϊκής πολιτικής, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.

Θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε μπει ή μάλλον μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, που επιτρέπει να είμαστε κάπως αισιόδοξοι. Θα ονομάτιζα αυτή τη μεταβατική περίοδο σαν "το τέλος του μπακάλικου" δηλαδή μιας νοοτροπίας μίζερης, που αδιαφορεί ουσιαστικά για το προϊόν, που αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει τις επιθυμίες του καταναλωτή. Που απλώς προσπαθεί να πουλήσει ένα αδιαφοροποίητο προϊόν, με λάθος τρόπους, σε άγνωστες αγορές.

Ποια είναι τα στοιχεία της αισιοδοξίας; Κατ' αρχάς μια νέα γενιά επιχειρηματιών με πραγματικά ανοικτούς ορίζοντες, που καταλαβαίνει τι σημαίνει οργάνωση της επιχείρησης και σύγχρονο μάρκετινγκ. Τα νέα αυτά φαινόμενα είναι ορατά και στον ιδιωτικό και στον συνεταιριστικό τομέα (τυπικό παράδειγμα η Ένωση Σητείας). Φυσικά τα προβλήματα του μικρού μεγέθους και των περιορισμένων μέσων είναι υπαρκτά, όμως αυτό είναι μια άλλη συζήτηση. Το κατ' αρχήν θετικό είναι η αλλαγή νοοτροπίας που κερδίζει έδαφος.

Το δεύτερο θετικό είναι η έκρηξη δραστηριοτήτων γύρω από τους τομείς της διατροφής και του πολιτισμού. Η Μεσογειακή διατροφή καταξιώνεται τόσο στους επιστημονικούς-ιατρικούς χώρους, όσο και στους χώρους της γαστρονομίας. Κάποτε λέγαμε "το μικρό είναι όμορφο", τώρα ανακαλύπτουμε ότι και "το απλό είναι όμορφο". Παράλληλα ζούμε έναν αληθινό οργασμό με βιβλία που εκδίδονται, συνέδρια για την ελιά στον πολιτισμό, σωματεία που ιδρύονται, "δρόμους του λαδιού" που χαράζονται, μουσεία της ελιάς που ετοιμάζονται και τόσα άλλα. Καθόλου τυχαία και ιδιαίτερα ευτυχής συγκυρία ότι η ελιά κερδίζει το σήμα των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 αλλά και το βραβείο σχεδιασμού της φιάλης της Coca-Cola.

Πιστεύω ότι όλα αυτά θα αποδειχθούν πιο σημαντικά από το αν ανέβηκε η τιμή του λαδιού ένα δεκάρικο ή αν έπεσε η επιδότηση ένα εικοσάρικο.

Αν προσδιορίσουμε τις τρεις συνιστώσες, την πολιτιστική (με την εκπαίδευση), τη διατροφική (υγεία και γεύση) και την οικονομική (παραγωγή, εμπορία), τότε μόνο η ανάπτυξη της κάθε μιας μπορεί να δώσει σαν συνισταμένη ένα καλύτερο μέλλον του προϊόντος. Γι αυτό και θα πρέπει οι τρεις αυτοί κόσμοι να γνωριστούν και να συνεργαστούν μεταξύ τους. Έστω και για λόγους ωφελισμού και ρεαλισμού, οι έχοντες τα κεφάλαια (επιχειρηματίες, συνεταιρισμοί και κράτος) θα πρέπει να στηρίξουν και βοηθήσουν τους υπόλοιπους για το καλό όλων. Γιατί τελικά δεν μπορείς να πουλήσεις ένα προϊόν όπως το ελαιόλαδο αν δεν χτίσεις μια εικόνα υψηλής πολιτιστικής και διατροφικής αξίας του. Οι Ιταλοί κάτι ξέρουν γι' αυτό.

Βασίλης Ζαμπούνης, αγροοικονομολόγος, εκδότης του περιοδικού Ελιά και Ελαιόλαδο



Προηγούμενη Σελίδα        http://www.elaiolado.com        Προηγούμενη Σελίδα

ΠΩΛΕΙΤΑΙ
Βιολογικό ελαιόλαδο Ηρακλείου Κρήτης απο τον παραγωγό, πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας απο την Δ.Υ.Ο., έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, φετινό, ψυχρής έκθλιψης, 2,5 ευρω / κιλο, ελάχιστο 100 κιλά. Χωρίς ραντίσματα ούτε με βιολογικά σκευάσματα, δακοπαγίδες για προστασία. Χλωρά φυσική λίπανση με μυδική, βίκο και πρόβατα ελευθέρας βοσκής, αντί για λιπάσματα. Ελαφρύ ελαιόλαδο με χαμηλή οξύτητα μικρότερη απο 1 οξέο. Σταύρος τηλ. 2810542353 & 6973495960

Advertised by Ati Advertising on www.idx