ΠΟΙΗΜΑΤΑ – ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – ΑΝΘΟΛΟΓΙΜΑΤΑ


Στον χώρο αυτό θα παρουσιάσουμε τι είπαν οι ποιητές διαμέσου των αιώνων γι’ αυτό το μεγαλόψυχο και ευεργετικό δέντρο. Πράγμα που δείχνει για μια ακόμα φορά πόσο ήταν δεμένη ανέκαθεν η ελιά και το ελαιόλαδο με όλους τους τομείς εξέλιξης της γλώσσας αλλά και του λαού.

Ο Όμηρος, φυσικά κάνει λόγο για την ελιά αρκετές φορές. Ο Ησίοδος δεν την αναφέρει στα Έργα και Ημέρες, έτσι είναι πιθανό πως το δέντρο εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμη καλλιεργηθεί στη Βοιωτία. Ο Σοφοκλής πίστευε πως η ελιά ενδημούσε στην Αττική και δεν ευδοκιμούσε στην Πελοπόννησο. Ο Ευριπίδης κάνει λόγο για ένα στεφάνι ελιά, με το οποίο η Κροέσσα τύλιξε το γιο της Ίωνα, όταν τον εγκατέλειψε, ελπίζοντας πως θα τον έβρισκε κάποιος. Στην Παλατινή Ανθολογία οι ποιητές δεν δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στις ελιές, μια και ήταν περισσότερο απασχολημένοι με ζητήματα γύρω από άπιστους φίλους και επιπόλαιες φίλες. Υπάρχει ένα αίνιγμα, κάπως πομπώδες, για μια ελιά, την οποία η Παλλάδα Αθηνά εκτιμά ιδιαίτερα, αλλά ο άνθρωπος σπάει τα δύστυχα παιδιά της: «με χρησιμοποιούν σε πήλινα νεκρικά καντήλια, στην ιατρική και στους αγώνες, ποια είμαι;». Υπήρχε η αντίληψη πως το ελαιόλαδο μπορούσε να αντιδράσει απέναντι στην κακή επιρροή των υποχθόνιων δαιμόνων. Ο Καλλίμαχος ο Αλεξανδρινός συνέθεσε μια λογομαχία μεταξύ μιας δάφνης και μιας ελιάς: «ανόητη ελιά, εγώ δεν γνωρίζω τη λύπη, είμαι καθαρή και οι άνθρωποι δεν τσακίζουν εμένα, μα εσένα χρησιμοποιούν στα νεκρικά στεφάνια, φοβερή!». Η λογομαχία συνεχίζεται φυσικά με το να έχει η ευφυής και φρόνιμη ελιά τον τελευταίο λόγο, αναφέροντας στον επιπόλαιο αντίπαλό της πως η δάφνη, όπως κάθε άλλο κοινό δέντρο, ανακαλύφθηκε από τη Γη, μόνο η ελιά φύτρωσε μέσα από το μυαλό της ίδιας της Αθηνάς.
Κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου το μάζεμα εμφανίζεται συχνότερα στα ποιήματα του Σολωμού, του Κάλβου, του Μαβίλη, του Παλαμά. Στη φημισμένη γενιά του τριάντα διακρίνουμε ένα γνήσιο πάθος για τα δένδρα (ελιές), που αναδύεται μέσα από την ποίηση του Ρίτσου, του Σεφέρη και του Ελύτη. Ιδιαίτερα ο Σεφέρης ταυτίζει τα ανθρώπινα σώματα με αυτά των δένδρων. Τα ονειρεύεται. Ο Ρίτσος και ο Ελύτης θεωρούν την ελιά περισσότερο ένα ουσιαστικό και αιώνιο στοιχείο της φύσης: δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το ελληνικό τοπίο χωρίς αυτήν. Κατόπιν, η ποιητική παραγωγή σχετικά με τις ελιές φτάνει βαθμιαία στο τέλος της. Οι σύγχρονοι ποιητές είναι άνθρωποι της πόλης, η φύση και τα ελαιόδεντρα παίρνουν μια δευτερεύουσα θέση. Ένας από τους τελευταίους ποιητές που μνημονεύει την ελιά είναι η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. Μπορεί να ειπωθεί πως τα δένδρα έχουν τώρα σχεδόν εξαφανιστεί από την ελληνική ποίηση.

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό
σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του
τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως
τις ορφανές ελιές του
και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια
Γιάννης Ρίτσος

Ποιος θα σταθεί
στον ίσκιο της ελιάς,
παρέα με το τζιτζίκι
μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ο ασβέστης
του μεσημεριού
βάφει τη μάντρα
ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα
αντρίκια ονόματά τους;
Γιάννης Ρίτσος

Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια
που ζωντανό θα το’ δείχναν
μόνο δυο φλόγες μάτια,
κάτι που από τους σάτυρους
κρατιέται, και είν’ αγρίμι,
και είν’ η φωνή του ασήμι,
μη φύγης, είμαι εγώ,
ο Σάτυρος. Και ρίζωσα
σαν την ελιά εδώ πέρα,
λιγώνω τους αγέρηδες
με τη βαθιά φλογέρα.
Και παίζω και παντρεύονται,
λατρεύονται, λατρεύουν,
και παίζω και χορεύουν
άνθρωποι, ζα, στοιχειά.
Κωστής Παλαμάς


Πουλάκι εβγήκε από τη γη και βγήκε
από τον Άδη και πήγε κι έκαμε φωλιά
σε μιας ελιάς κλωνάρι,
που είναι τα φύλλα της πικρά
και τα’ άνθια της φαρμάκι.
Το’ μάθαν οι βαριόμοιρες
και παν και το ρωτάνε:
-Πες μας, να ζεις, πουλάκι μου,
στον Άδη πως περνάνε;
Τάχα είν’ οι νιοι με τα’ άρματα
και οι νιες με τα στολίδια;
Τάχα είν’ και τα μικρά παιδιά με τα πολλά παιχνίδια;
-Εκεί στολίδια δε φορούν
κι άρματα δε βαστούνε
και τα καημένα τα παιδιά
τη μάνα τους ζητούνε.
Δημοτικό Τραγούδι.

- Αγαπάς τα δέντρα, Γιωργάκη; Με ρώτησε. Ποιο αγαπάς περισσότερο;
- Την ελιά αγαπώ περισσότερο, αποκρίθηκα.
- Κι εγώ την ελιά … όταν πεθάνω, να φυτέψεις μιαν ελιά καταμεσίς στο μνήμα μου, να με ρουφήξει με τις ρίζες της.
Κι απ’ τον καρπό που θα κάνει κάθε χρόνο, να μου ανάβεις ένα καντηλάκι.
- Έχε ζωή εσύ, κι εγώ ξέρω τι μνημούρι θα σου χτίζω, όταν έρθει η ώρα.
- Μπα; Είπε ξαφνιασμένη. Την ελιά μην ξεχάσεις! Σαν ξέρω από τα κόκαλα μου θ’ ανάψει ένα φωτάκι, δε φοβούμαι το θάνατο.
Παντελής Πρεβελάκης.

Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα να ήθελε να σε νεκροστολίσει.
Και το κάθε πουλάκι στο μεθύσι
της αγάπης, πιπίζοντας ανοίγει
στο κλαρί σου ερωτιάρικο κυνήγι,
στο κλαρί σου που δε θα ξανανθίσει.
Ω, πόσο στη θανή θα γλυκάνουν,
με τη μαγευτική βοή που κάνουν,
ολοζώντανης νιότης ομορφάδες,
Που σα θύμησες μέσα σου πληθαίνουν
ω, να μπορούσαν έτσι να πεθαίνουν
και άλλες ψυχές, της ψυχής σου
αδερφάδες.
Λορέντζος Μαβίλης.

Οι κορμοί των δέντρων είναι βασανισμένοι
από μια αγωνιώδη προσπάθεια.
Συστρέφονται, γονατίζουν να προσευχηθούν,
υψώνουν σκληρά μπράτσα,
μέλη τυραννισμένα από την κίνηση, όλο
αγκώνες και γόνατα. Οι στριφτές ρίζες
βυζαίνουν από την καρδιά της γης το χρυσό
για τη σαλάτα του φτωχού.
Στρατής Μυριβίλης

Γυρνώντας απ’ τη θάλασσα με τη μάνα μου
καθόμαστε να ξαποστάσουμε κάτω απ’ την ίδια
πάντα ελιά. Μου διηγόταν τότε την ιστορία του
μέρμηγκα και του τζίτζικα, πρώτα μαθήματα
εγκράτειας, σωφροσύνης, μα πάνω απ’ το κεφάλι
μας ξεφώνιζε ο ποιητής με πάθος στο λιοπύρι.
Ε, μάνα για ποιο χειμώνα μου μιλάς,
τι δυστυχίες, τι πάγος, και ποια πείνα.
Τούτο είναι το θαύμα εδώ, αρχίζει με την κάψα
τελειώνει μόλις στα σκούρα μπει η μέρα
τα σπόρια ζώνονται από παντού,
τα βρίσκει το μερμήγκι,
ενώ ο γκρίζος ασυλλόγιστος
βουβαίνεται, παγώνει.
Αχ, μάνα μου κακότυχη, που γέννησες
μια τζίτζικα, δεν ξέρει να μαζώνει!
Κατερίνα Αγγελάκη – Rooke

Δεν φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη
και το θάνατο
έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα.
Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα
του Άη Νικόλα ονειρεύτηκα
μια παμπάλαια ελιά να δακρύζει.
Γιώργος Σεφέρης.

Περιπλανήθηκα στο δάσος
της γέρικης ελιάς.
Κορμοί χοντροί στριμμένοι βασανισμένοι
προσωπεία κορμοί πόνου.
Πηγαίνω σ’ αυτούς έρχονται σε μένα
παρουσίες αισθητές απουσίες
στατικός χορός
με κοιτάζουν με χίλια μάτια
βλέπουν μέσα μου ότι δε γνωρίζω
γίνομαι άπειρο κι εγώ
γίνομαι το μηδέν.
Πρόγονοι σεις που τις ροζώσατε
δέσατε το μεγάλο μυστικό τους.
Ιωάννα Τσάτσου.

Λοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας
να έχει σταλάξει στα φύλλα της καρδιάς του.
Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε,
σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας
τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη
του είχε αρπάξει τα σωθικά.
Οι φωνές των πουλιών, που είχε σ’ ώρες
μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,
τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει
σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,
Που τα’ αντίκρισε – είναι φανερό – στη στάση
την τρομαχτική του αθώου.
Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το
δάσος να σαλεύει ακόμη στον ακηλίδωτον
αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ
ουρανού καταστραμμένη.
Οδυσσέας Ελύτης

Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
Οδυσσέας Ελύτης

Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
χειμώνα ελάχιστε,
η ζωή καταβάλλει τον οβολό
του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων
μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο
του Ανέλπιστου.
Οδυσσέας Ελύτης

ΙΔΟΥ εγώ λοιπόν,
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες
και τα νησιά του Αιγαίου.
Ο εραστής του σκιρτήματος
των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Οδυσσέας Ελύτης

Κάποτε συμβαίνει και να προλαβαίνεις
τα πράγματα στην παιδική τους ηλικία το
αυλιδάκι, το κουζινάκι, τη λεμονίτσα,
τις λιμνούλες. Αντιλαμβάνεσαι πόσο λίγη
σημασία έχει ο χρόνος, αν δεν είσαι
ληξίαρχος. Και ρίχνεις την κάθετή σου
μέσα στα γεγονότα για να ανασύρεις,
απλώς, λίγην ευφράδεια νερών, μιαν
αντανάκλαση, μια κυανή διαφάνεια.
Τ’ άλλα, και δη σε κατάσταση ωμή,
σου είναι άχρηστα. Βγάνουν συμφέρον,
οξυγόνο δεν βγάνουν.
Κι η φρόνηση της ελαίας από κοντά.
Οδυσσέας Ελύτης

Στάθηκε μπροστά μου με το τριμμένο
μαύρο φουστάνι της και γέλασε
κουρασμένο το πρόσωπό της, όμως
όχι δίχως γλύκα, σαν μια ελιά.
Το λευκό φως της γης αυτής χώθηκε
κάτω απ’ το δέρμα, γέμισε της
γυναίκας το βλέμμα όπως μου χαμογέλασε.
Η Γλαυκόπις ήταν, η Παλλάδα
Αθηνά που χάρισε την ελιά και το
δίκαιο για να προστατεύει
την ειρήνη.
Η γυναίκα μου έδωσε με δάχτυλα
προσεχτικά, το μακρόσχημο μάτι
της θεάς μια γκριζοπράσινη ελιά,
σημάδι γονιμότητας.
Συνάμα μου έδινε κι αρχαία πράγματα,
ένα μυστικό και αποκάλυψη.
Ήξερα ότι το σώμα μου ήταν ένα
με τις πέτρες, τα κόκαλα της γης
με τις ρίζες των δέντρων
σαν φλέβες κάτω απ’ το χώμα.
Ήξερα και ποιο είναι το φάρμακο
ενάντια σ’ αυτά τα όντα
που έρπουν κρυφά.
Ήξερα πως τα λιασμένα φύλλα της
ελιάς γιατρεύουν τις δαγκωματιές
απ’ τα ερπετά.
Hella Haase

Κοιτάω έναν ορίζοντα με χιλιάδες ελιές
και ξαφνικά βλέπω εσένα μπροστά μου,
στητή και πεισματάρα με το σώμα
μιας γυναίκας που γεννήθηκε μέσα απ’ τη γη
μια χωριάτισσα Ελληνίδα με χοντρούς μηρούς.
Πάνω στα υψωμένα χέρια σου ακουμπούν
μ’ όλο το βάρος τους
τα κλαδιά και τα χιλιάδες φύλλα σου.
Η Αφροδίτη, έτσι γεννήθηκε και αυτή
μέσα απ’ τα κύματα όλο θάλασσα, όλο αφρό,
αναβλύζει έρωτα.
Αλλά εσύ μάνα ελιά είσαι όλο χώμα
παλεύεις για κάθε στάλα νερού η αγάπη
σου είναι λασπερή και βαριά
μετράς όχι τους εραστές, μα τα παιδιά σου
που τα γεννάς με πόνους
μέσα απ’ τα ροζιασμένα σπλάχνα σου.
Andriette Schoorel

Κλάδον ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα.
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά.
Ανδρέας Εμπειρίκος

…και λαγαρός κι ασάλευτος
ο αγέρας του ελαιώνα.
Μηδέ καπνίζουνε οι ελιές
μιαν αχνή προς τον ήλιο.
…πάντα η ελιά θα είναι ιερή,
και στον αιώνα η γλαύκα
μαζί μ’ εμάς θε να κοιτάει
στυλά τις θείες εσπέρες.
Άγγελος Σικελιανός

Ο Οδυσσέας, αφού στεναχωρήθηκε, είπε στη συνετή γυναίκα του. Γυναίκα, πραγματικά λόγο θλιβερό είπες. Ποιος σε άλλο μέρος μετακίνησε το κρεβάτι μου. Δύσκολο θα ήταν και σε άνθρωπο πολύ έμπειρο, εκτός αν κάποιος θεός, αφού ήρθε ο ίδιος με τη θέλησή του, εύκολα θα το μετακινούσε. Κανένας από τους ζωντανούς θνητούς ούτε πάρα πολύ νέος με ευκολία θα μπορούσε να το μετακινήσει, επειδή στη σκαλιστή κλίνη είχε φτιαχτεί μεγάλο σημάδι. Αυτό εγώ το έφτιαξα και κανένας άλλος. Κλάδος είχε φυτρώσει μακρόφυλλης ελιάς στην αυλή, δυνατός και θαλερός το πάχος του ήταν σα κολόνα. Μ’ αυτόν εγώ, αφού έντυσα τον τοίχο, έχτιζα το νυφικό θάλαμο με μεγάλες πέτρες, μέχρις ότου τον τέλειωσα κι έφτιαξα και πάνω ωραία οροφή, κι έβαλα στερεές καλοστηριγμένες πόρτες. Μαζί τότε έκρυψα την κορυφή της μακρόφυλλης ελιάς. Τον κορμό από τη ρίζα αφού τον έκοψα, τον έξυσα με το χαλκό καλά και με προσοχή με τη στάθμη τον τοποθέτησα ίσια, αφού έφτιαξα το πόδι του κρεβατιού.
Όμηρος

Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το δάσος, που το βρήκε κοντά στο ποτάμι πάνω σε κάποιο ύψωμα. Τρύπωσε κάτω από δυο χαμηλά δέντρα που φύτρωναν απ’ την ίδια ρίζα, το ένα ήταν αγριελιά και το άλλο ελιά.
Όμηρος

Και αυτήν οι χοροί των Μουσών δεν μίσησαν, ούτε ακόμη η θεά Αφροδίτη, που χρυσό χαλινάρι κρατά. Και υπάρχει το δέντρο, που ποτέ ως τα τώρα δεν άκουσα εγώ, πως ξεφύτρωσε εκεί στης Ασίας τη γη, και στου Πέλοπα εδώ το μεγάλο νησί, Δωριείς που σ’ αυτό κατοικούν, ένα φύτρωμα τέτοιο, που ανθρώπου δεν φύτεψε χέρι και ξεφύτρωσε μόνο, κι αν είναι φόβος τρανός για των εχτρών μας τα όπλα, που σε τούτη τη χώρα ανθίζει πολύ, το κλωνάρι της γκρίζας ελιάς, τα παιδιά μας που θρέφει. Και αυτή ούτε νιος ούτε γέρος κανείς στρατηγός δεν θα γίνει ποτέ να αφανίσει, με το χέρι του σαν θα την κόψει, γιατί το άγρυπνο μάτι του Δία, της ελιάς που είναι τούτος προστάτης, την προσέχει πολύ, κι η θεά Αθηνά γαλανά που έχει μάτια.
Σοφοκλής

…να έπαιζεν η Σαπφώ
τη λύρα της
ενώ όλα σιωπούσανε,
κι εμείς, και τα άστρα,
και οι ποιητές των αιώνων,
και το αγέρι το κοιμισμένο
στις ελιές πάνω,
και δεν ακούγονταν
παρά μόνον οι αντίλαλοι
των Φαιδριάδων…
Νικηφόρος Βρεττάκος




Προηγούμενη Σελίδα        http://www.elaiolado.com        Προηγούμενη Σελίδα

ΠΩΛΕΙΤΑΙ
Βιολογικό ελαιόλαδο Ηρακλείου Κρήτης απο τον παραγωγό, πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας απο την Δ.Υ.Ο., έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, φετινό, ψυχρής έκθλιψης, 2,5 ευρω / κιλο, ελάχιστο 100 κιλά. Χωρίς ραντίσματα ούτε με βιολογικά σκευάσματα, δακοπαγίδες για προστασία. Χλωρά φυσική λίπανση με μυδική, βίκο και πρόβατα ελευθέρας βοσκής, αντί για λιπάσματα. Ελαφρύ ελαιόλαδο με χαμηλή οξύτητα μικρότερη απο 1 οξέο. Σταύρος τηλ. 2810542353 & 6973495960

Advertised by Ati Advertising on www.idx.